αάω — ἀάω και συνηρ. ἄω (Α) 1. βλάπτω (τον νου), παραπλανώ, εξαπατώ, ξεμυαλίζω 2. μέσ. είμαι ανόητος, ενεργώ απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFάω, άγνωστ. ετυμ. ΠΑΡ. ἄτη. ΣΥΝΘ. ἀεσίφρων, ἄνατος] … Dictionary of Greek
αβλέμονας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 62 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * ο 1. όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλι 2. βαθιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμ., πιθ. από αρχικό ἀβλέμμων (βυθός) (= όπου δεν… … Dictionary of Greek
αιπύκερως — αἰπύκερως, ων (Μ) κατά το Ετυμ. Μέγα «ὑψίκερως», ψηλοκέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰπὺς + κερως < κέρας] … Dictionary of Greek
ακέστρα — ἀκέστρα, η (Α) [ἀκέομαι] μεγάλη βελόνα, σακοράφα (Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4, 1, Ετυμ. Μέγα) … Dictionary of Greek
ακροβελίς — ἀκροβελίς ( ίδος), η (AM) μσν. 1. «τὰ ἄκρα τῶν ὀβελῶν ἢ τοῡ ὀβελίου ἄρτου» (Μέγα Ετυμ.) 2. είδος ακοντίου (Σούδα) αρχ. η αιχμή τού βέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ὀβελός] … Dictionary of Greek
αμπλακίσκω — ἀμπλακίσκω (Α) 1. δεν κατορθώνω, αποτυγχάνω, υπολείπομαι 2. χάνω, στερούμαι 3. διαπράττω σφάλμα ή αμάρτημα, αμαρτάνω, σφάλλω, γελιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. είναι νεώτερος σχηματισμός από το απαρέμφ. αορ. β΄ ἀμπλακεῖν. Άγνωστ. ετυμ. Εάν ο αρχικός… … Dictionary of Greek
ζίω — (Α) (κατά το Ετυμ. Μέγ.) «ζητῶ» και παθ. (κατά τον Ησύχ.) «ζίεται ζητεῑται» … Dictionary of Greek
ζιγνώσαι — ζιγνῶσαι (Α) (κατά τον Ησύχ. και το Ετυμ. Μέγ.) «σκυθρωπᾱσαι» (κώδ. «ζικνῶσαι») … Dictionary of Greek
ζυγώ — (I) (Α ζυγῶ, έω) [ζυγόν] στέκομαι, τοποθετούμαι μαζί με άλλους παραπλεύρως κατά μέτωπο, στον ίδιο ζυγό, δηλ. στην ίδια ευθεία γραμμή παράταξης νεοελλ. φρ. «ζυγείτε επί δεξιά» παράγγελμα για να ευθυγραμμιστούν όλοι οι γυμναζόμενοι με αυτόν που… … Dictionary of Greek
κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος … Dictionary of Greek